Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπερντές
1 εγγραφή
μπερντές ο [berdés] Ο13 : 1. (λαϊκότρ.) η κουρτίνα. 2. (οικ.) το θέατρο σκιών και ιδίως η οθόνη του: Ο ~ μας θα σας παρουσιάσει το έργο «Ο Kαραγκιόζης δήμαρχος».

[τουρκ. perde (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες