Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπεκρού
3 items total [1 - 3]
μπεκρής ο [bekrís] Ο8 θηλ. μπεκρού [bekrú] Ο37 : (προφ.) αυτός που συχνά πίνει οινοπνευματώδη ποτά και μεθάει· μέθυσος.

[τουρκ. bekri (από τα αραβ.) -ς· μπεκρ(ής) -ού]

μπεκρουλιάζω [bekrulázo] Ρ2.1α : (μειωτ.) μεθοκοπώ: Mπεκρουλιάζει όλη μέρα.

[μπεκρούλ(ιακας) -ιάζω]

μπεκρούλιακας ο [bekrúlakas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (μειωτ.) μέθυσος.

[μπεκρ(ής) -ούλιακας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go