Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαρκάρω
1 εγγραφή
μπαρκάρω [barkáro] & μπαρκέρνω [barérno] Ρ6α μππ. μπαρκαρισμένος : (ναυτ.) επιβιβάζομαι σε πλοίο: α. ως μέλος του πληρώματος· (πρβ. ναυτολογούμαι): Mπάρκαρε λοστρόμος σε εγγλέζικο καράβι. β. ως επιβάτης: Θα μπαρκάρουμε αύριο για την Kρήτη. γ. (προφ.) γ1. συνοδεύω κπ. ή τον βοηθώ να μπαρκάρει: Mπαρκάρισε τον αδελφό του για την Aμερική. γ2. φορτώνω κτ. σε πλοίο: Mπαρκάρισε την πρώτη σταφίδα για την Aγγλία.

[μσν. μπαρκάρω < ιμπαρκάρω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ιταλ. imbarcar(e) -ω· μπαρκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες