Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπαρδόν
1 item total
μπαρδόν [barδón] & παρδόν [parδón] : (λαϊκ.) παρντόν. || (ως ουσ., λαϊκ.): Mε το ~, με το συμπάθιο.

[< μπαρντόν, παρντόν με τροπή [d > δ] για να δοθεί λόγ. χαρακτήρας στη λ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go