Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπανιστηρτζής
1 item total
μπανιστηρτζής ο [banistirdzís] Ο8 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να κάνει μπανιστήρι· (πρβ. ηδονοβλεψίας).

[μπανιστήρ(ι) -τζής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go