Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μπαμπάς
3 εγγραφές [1 - 3]
μπαμπάς 1 ο [babás] Ο1 : (οικ.) ο πατέρας: Θα δώσεις στον μπαμπά σου αυτό το δέμα και θα πεις ότι είναι από το θείο Nίκο. (έκφρ.) είναι παιδί* του μπαμπά (του) ή είναι παιδί* της μαμάς και του μπαμπά. || (ως προσφώνηση): Έλα, μπαμπά, κάθισε. μπαμπάκας ο YΠΟKΟΡ. μπαμπακούλης ο YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. baba -ς· μπαμπ(άς) -άκας· μπαμπάκ(ας) -ούλης]

μπαμπάς 2 ο : ατομικό γλύκισμα από μαλακή αφράτη ζύμη, η οποία, αφού ψηθεί σε ειδική φόρμα, περιχύνεται με σιρόπι και γαρνίρεται με σαντιγί· || το σαβαρέν. μπαμπαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[γαλλ. baba ]

μπαμπάς 3 ο : (λαϊκότρ.) α. ονομασία κατακόρυφων στηριγμάτων σε ξύλινη στέγη ή σε ιστιοφόρο πλοίο. β. χοντρός σιδερένιος πάσσαλος μπηγμένος στην προκυμαία για να δένουν τα πλοία.

[τουρκ. baba ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες