Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μπάσταρδος
1 item total
μπάσταρδος -η -ο [bástarδos] Ε5 : 1. (και ως ουσ.). α. (υβρ., για πρόσ.) που είναι νόθος: Δε δίνουν σημασία στο μπάσταρδο. β. (ως αρνητικός χαρακτηρισμός): Aργεί να έρθει ο ~. γ. (σπανιότ. για θαυμασμό ή έκπληξη): Δες τον μπάσταρδο πώς τα κατάφερε! 2. (σπάν.) μπασταρδεμένος. μπασταρδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. *μπάσταρδος (πρβ. μσν. πάσταρδος) < μπαστάρδος (μετακ. τόνου;) < ιταλ. bastardo ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go