Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μοχθώ
1 item total
μοχθώ [moxθó] Ρ10.9α : υποβάλλομαι σε μόχθο, εργάζομαι σκληρά: Mόχθησε ώσπου να πετύχει το σκοπό του. Mοχθεί καθημερινά για το ψωμί των παιδιών του.

[λόγ. < αρχ. μοχθῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go