Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μουγκρίζω
1 item total
μουγκρίζω [muŋgrízo] Ρ2.1α : 1. (για ζώο) βγάζω υπόκωφη και παρατεταμένη φωνή: Mουγκρίζει το βόδι / το βουβάλι. Mουγκρίζει το λιοντάρι, βρυχάται. 2. (μτφ.) παράγω ήχο που μοιάζει με μούγκρισμα: Mουγκρίζει από τον πόνο σαν βόδι που το σφάζουν. Mουγκρίζει η μηχανή του αυτοκινήτου / η φουρτουνιασμένη θάλασσα.

[ελνστ. μουγκρίζω `δείχνω τα δόντια, γρυλίζω΄ ηχομιμ. (προφ. [mowg] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go