Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μορφωμένος -η -ο [morfoménos] Ε3 μππ. του μορφώνω : που έχει μορφωθεί, που έχει μόρφωση: ~ άνθρωπος. Tα παλιά χρόνια λίγες ήταν οι μορφωμένες γυναίκες. Όλοι στην οικογένειά του είναι μορφωμένοι. || (ως ουσ.) ο μορφωμένος, θηλ. μορφωμένη: Όλοι στο χωριό πρέπει να βοηθήσουν στη δημιουργία της βιβλιοθήκης και ιδιαίτερα οι μορφωμένοι.
[λόγ. μππ. του μορφώνω μτφρδ. γερμ. gebildet]



