Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μονοψήφιος
1 item total
μονοψήφιος -α -ο [monopsífios] Ε6 : (για αριθμό) που αποτελείται από ένα μόνο ψηφίο: Οι αριθμοί από το ένα ως το εννιά είναι μονοψήφιοι.

[λόγ. μονο- + -ψήφιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go