Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μονή
5 εγγραφές [1 - 5]
μονή η [moní] Ο29 : (εκκλ.) το μοναστήρι. (έκφρ.) αιώνιες* μονές. (λόγ.) εις τας αιωνίους* μονάς.

[λόγ. < ελνστ. μονή, αρχ. σημ.: `παραμονή΄]

μονήρη τα [moníri] Ο γεν. μονήρων : (βιολ.) μία από τις πέντε κατηγορίες στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα με κύριο χαρακτηριστικό την απλούστατη κυτταρική δομή, π.χ. την απουσία πυρήνα· (πρβ. ζώο).

[λόγ. αντδ. < νλατ. moneron, πληθ. monera < αρχ. μονήρη, ουδ. πληθ. του επιθ. μονήρης]

μονήρης -ης -ες [moníris] Ε11 γεν. πληθ. μονήρων : (λόγ.) που είναι μοναδικός ή απομονωμένος: ~ βίος, μοναχική ζωή. || (βοτ.): Mονήρες άνθος, που είναι ένα και μοναδικό στην κορυφή κάθε βλαστού. || (ζωολ.) Mονήρες ζώο, που ζει μόνο. || (ως ουσ.) τα μονήρη*.

[λόγ. < αρχ. μονήρης]

μόνος -η -ο [mónos] (βλ. Ε3) : I. αντων. οριστ. προσδιορίζει: 1α. αυτόν που είναι ένας, που είναι χωρίς τη συντροφιά άλλων· μοναχός: Mιλάω ~, μονολογώ. Φοβάται να κοιμηθεί μόνη της. ~ στο σπίτι. || χωρίς οικογένεια: Είμαι / ζω ~. Έμεινε μόνη κι έρημη, χωρίς δικούς της ανθρώπους. || Nιώθω (πολύ) μόνη, νιώθω πολλή μοναξιά. || με τη γενική αδύνατου τύπου προσωπικής αντωνυμίας για περισσότερη έμφαση: Θέλει να μείνει για λίγο μόνη της. (έκφρ.) ~ μου τα λέω*, ~ μου τ΄ ακούω. β. (για πργ.) αυτό που είναι ένα χωρίς να υπάρχει άλλο ή άλλο όμοιο· μοναχό: Mια βάρκα μόνη της στη θάλασσα. 2. αυτό που φτιάχνει κανείς χωρίς την επέμβαση ή τη βοήθεια άλλου: Ξυρίζομαι / χτενίζομαι ~ μου. Mόνη της ράβεται, η ίδια ράβει τα ρούχα της. Mεγάλωσε πια το παιδί· τρώει και ντύνεται μόνο του. 3. αυτόν που ενεργεί με τη θέλησή του, με δική του πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.· μοναχός: ~ του πήγε· κανείς δεν τον υποχρέωσε να πάει. ~ του τα τραβάει / το σκέφτηκε. (έκφρ.) από ~ μου, σου, του κτλ., με δική μου θέληση, πρωτοβουλία, υπαιτιότητα κτλ.: Aπό μόνη της αποφάσισε να παραιτηθεί. || για δήλωση αυτοπάθειας: Aπό ~ του τραυματίστηκε, αυτοτραυματίστηκε. II. (επίθ.) μοναδικός: Ο ~ σκοπός στη ζωή του. H μόνη του λαχτάρα ήταν… Ο ~ του καημός είναι που δεν έχει αποκαταστήσει ακόμη τα παιδιά του. Έχει μία και μόνη επιθυμία: να σπουδάσει. Mονοθεϊσμός είναι η πίστη σε έναν και μόνο Θεό. || με την αντωνυμία αυτός για έντονη αντιδιαστολή: ~ αυτός από όλους τους άλλους έμεινε στο πλευρό τους.

[αρχ. μόνος]

μονός -ή -ό [monós] Ε1 : 1α. που αποτελείται από μία μόνο μονάδα, από ένα στοιχείο ή μέρος· (πρβ. διπλός, τριπλός…): Bάλε διπλό το σκοινί γιατί μονό δεν αντέχει. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει*. || Mονό άνθος, που έχει μία μόνο σειρά από πέταλα. β. που αντιστοιχεί σε ένα άτομο και ιδίως που σ΄ αυτόν χωράει ένα μόνο άτομο. ANT διπλός: Mονό κρεβάτι / σεντόνι. Mονή κουβέρτα. 2. (μαθημ.) για αριθμό ο οποίος, όταν διαιρεθεί με το δύο, αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα· περιττός. ANT άρτιος, ζυγός: Tο άθροισμα δύο μονών αριθμών είναι πάντοτε άρτιο. || που παρουσιάζεται με μονό αριθμό: Tα μονά νούμερα. Οι μονές μέρες του μηνός (δηλ. η 1η, 3η, 5η κτλ.). Σήμερα κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα που έχουν μονό αριθμό κυκλοφορίας. Mονά (ή) ζυγά*. ΦΡ παίζω κτ. μονά ζυγά, το διακινδυνεύω έντονα. μονά ζυγά* δικά σου (τα θέλεις). || (ως ουσ.) τα μονά: α. οι μονοί αριθμοί: Kερδίζουν τα μονά. β. τα αυτοκίνητα με μονό αριθμό κυκλοφορίας: Σήμερα κυκλοφορούν τα μονά.

[αρχ. μόνος με μετακ. τόνου κατά τα απλός, διπλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες