Dictionary of Standard Modern Greek
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
- μοιρολογίστρα η [mirolojístra] & μοιρολογήτρα η [mirolojítra] Ο25α : γυναίκα που ξέρει και λέει μοιρολόγια.
[μσν. μοιρολογίστρια, μοιρολογήτρια < μοιρολογη(σ)- (μοιρολογώ) -τρια με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσια > τρακόσια)]
- μοιρολογώ [miroloγó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.11 : 1. λέω θρηνητικό τραγούδι για νεκρό. || κλαίω. 2. (σπάν.) παραπονιέμαι ή δυσανασχετώ για τη μοίρα μου.
[ελνστ. μοιρολογῶ (< φρ. μοῖραν λέγω)]



