Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μηχανοποίητος
1 item total
μηχανοποίητος -η -ο [mixanopíitos] Ε5 : για κτ. που το έχουν κατασκευάσει με κάποιο μηχανικό μέσο και όχι με τα χέρια. ANT χειροποίητος: Mηχανοποίητο χαλί.

[λόγ. μηχανο- + -ποίητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go