Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητριά
3 εγγραφές [1 - 3]
μητριά η [mitriá] Ο24 : η γυναίκα κάποιου σε σχέση με τα παιδιά που αυτός έχει από άλλη γυναίκα: Mεγάλωσε με ~, αυτή όμως τον αγάπησε σαν αληθινό παιδί της. Σαν την κακιά ~.

[αρχ. μητρυϊά]

μητριαρχία η [mitriarxía] Ο25 : (κοινων.) σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο υπολογίζεται μόνο η μητρική συγγένεια ενώ συνήθ. η γυναίκα (μητέρα) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια· (πρβ. πατριαρχία 2).

[λόγ. μητρι- + -αρχία κατά το πατριαρχία μτφρδ. γαλλ. matriarcat]

μητριαρχικός -ή -ό [mitriarxikós] Ε1 : που αναφέρεται στη μητριαρχία· (πρβ. πατριαρχικός): Mητριαρχική κοινωνία.

[λόγ. μητριαρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. matriarcal]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες