Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μηδενισμός
2 items total [1 - 2]
μηδενισμός 1 ο [miδenizmós] Ο17 : φιλοσοφική αντίληψη που αρνείται κάθε θεωρητική ή πρακτική αξία: Hθικός / γνωσιολογικός / πολιτικός ~.

[λόγ. μηδέν -ισμός μτφρδ. γαλλ. nihilisme]

μηδενισμός 2 ο : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μηδενίζω.

[λόγ. μηδενισ- (μηδενίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go