Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μετρητός -ή -ό [metritós] Ε1 : α. που μπορεί να μετρηθεί: Mετρητό μέγεθος. Mετρητή ποσότητα. || (ως ουσ.) τα μετρητά*. το μετρητό*. β. που γίνεται με μέτρηση: Mετρητό κέντημα και ως ουσ. το μετρητό.
[λόγ. < αρχ. μετρητός]



