Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μεταγλώττιση η [metaγlótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταγλωττίζω: ~ ξένων επιστημονικών όρων. ~ του συντάγματος από την καθαρεύουσα στη δημοτική. ~ μιας κινηματογραφικής ταινίας.
[λόγ. μεταγλωττι- (μεταγλωττίζω) -σις > -ση]



