Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεταβολή
1 item total
μεταβολή η [metavolí] Ο29 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβάλλω· αλλαγή: Επιφέρω μεταβολές σε ένα πρόγραμμα. ~ προς το καλύτερο / το χειρότερο. ~ του καιρού / της θερμοκρασίας. H πολιτική ~ που άρχισε μετά τις εκλογές. || (αστρον.): ~ ενός αστέρα, αυξομείωση της λάμψης και κατά συνέπεια του μεγέθους του. 2. (γυμν.) αλλαγή μετώπου προς την αντίθετη κατεύθυνση: Παράγγελμα για ~. Έκανε ~ κι έφυγε βιαστικά.

[λόγ. < αρχ. μεταβολή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go