Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεταβλητός
1 item total
μεταβλητός -ή -ό [metavlitós] Ε1 : που μπορεί να μεταβληθεί, να αλλάξει: Mεταβλητές δαπάνες. H ύπαρξη μεταβλητών παραγόντων κάνει αδύνατη κάθε πρόβλεψη. Mεταβλητοί άνεμοι. || (αστρον.): ~ αστέρας, που η λαμπρότητά του μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου. || (μαθημ., ως ουσ.) η μεταβλητή, ποσότητα ή μέγεθος που υπόκειται σε μεταβολές.

[λόγ. < ελνστ. μεταβλητός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go