Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεταβάλλω
1 item total
μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος* : κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. ~ γνώμη / άποψη. Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία. Tο νερό, όταν ψύχεται, μεταβάλλεται σε πάγο ενώ, όταν θερμαίνεται, σε υδρατμούς.

[λόγ. < αρχ. μεταβάλλω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go