Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταβάλλω [metaválo] -ομαι Ρ πρτ. μετέβαλλα, αόρ. μετέβαλα, απαρέμφ. μεταβάλει, παθ. αόρ. μεταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετεβλήθη, μετεβλήθησαν, απαρέμφ. μεταβληθεί, μππ. μεταβεβλημένος* : κάνω κτ. διαφορετικό από ό,τι ήταν, το αλλάζω. ~ γνώμη / άποψη. Tο πλοίο μεταβάλλει πορεία. Tο νερό, όταν ψύχεται, μεταβάλλεται σε πάγο ενώ, όταν θερμαίνεται, σε υδρατμούς.
[λόγ. < αρχ. μεταβάλλω]



