Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μετάλλιο
1 item total
μετάλλιο το [metálio] Ο40 : μικρή μεταλλική και συνήθ. κυκλική πλάκα με γράμματα ή παραστάσεις που : α. απονέμεται από επίσημη αρχή σε τιμώμενο πρόσωπο: Tου απονεμήθηκε το ~ εξαίρετων πράξεων. ~ για νίκη σε αθλητικούς αγώνες. Xρυσό / αργυρό / χάλκινο ~, για πρώτη, δεύτερη ή τρίτη διάκριση και ιδίως νίκη σε αθλητικούς αγώνες. β. εκδίδεται με την ευκαιρία ενός σημαντικού γεγονότος: Kυκλοφορεί ειδικό ~ για την επέτειο της μικρασιατικής καταστροφής. Aναμνηστικό ~.

[λόγ. < ιταλ. θηλ. medaglia που θεωρήθηκε ουδ. πληθ., παρετυμ. αρχ. μέταλλον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go