Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μετάβαση η [metávasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταβαίνω. α. μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλον: Για ~ από το σπίτι στον τόπο εργασίας χρειάζεται μια ώρα. β. για εξέλιξη ή αλλαγή: H ~ από τη φεουδαρχία στην αστική κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. μετάβα(σις) `πέρασμα απέναντι΄ -ση]



