Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεσοφωνηεντικός
1 item total
μεσοφωνηεντικός -ή -ό [mesofoniendikós] Ε1 : (γλωσσ.) που βρίσκεται μεταξύ δύο φωνηέντων: ~ φθόγγος. Aποβολή του μεσοφωνηεντικού [γ] στο λέω < λέγω.

[λόγ. μεσο- 1 + φωνηεντικός μτφρδ. γαλλ. intervocalique]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go