Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεσάζων
1 item total
μεσάζων ο [mesázon] Ο (βλ. Ε12) : αυτός που με τις ενέργειές του διευκολύνει τις σχέσεις, ιδίως εμπορικές, μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων· μεσάζοντας· (πρβ. μεσίτης): Nόμος για την καταπολέμηση των μεσαζόντων. || Έπαιξε το ρόλο μεσάζοντος για να τους συμφιλιώσει.

[λόγ. < αρχ. μεε. μεσάζων του ρ. μεσάζω `βρίσκομαι στη μέση΄ σημδ. γαλλ. intermédiaire]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go