Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μερικός -ή -ό [merikós] Ε1 : που αφορά ένα μόνο τμήμα της έννοιας, στην οποία αναφέρεται. ANT ολικός, γενικός: Mερική έκλειψη του ηλίου / της σελήνης. Mερική απασχόληση υπαλλήλου. ANT πλήρης. || (μαθημ.): Mερικό σύνολο.
μερικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. μερικός (< μέρος) `ατομικός, ιδιαίτερος΄· λόγ. < ελνστ. μερικῶς]