Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μερακλής ο [meraklís] Ο8 θηλ. μερακλού [meraklú] Ο37 : αυτός που χαρακτηρίζεται από μεράκι, έντονη δηλαδή αγάπη ή φροντίδα για κτ., και ως επίθ.: ~ μάγειρας / κουρέας / ράφτης / επιπλοποιός. Είναι ~ στη δουλειά του· δεν την κάνει όπως όπως. Ρετσίνα και μεζέδες για μερακλήδες.
[τουρκ. meraklι -ς· μερακλ(ής) -ού]



