Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μελιτζανί
1 εγγραφή
μελιτζανής -ιά -ί [melidzanís] Ε8 & μελιτζανί [melidzaní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα της μελιτζάνας. || (ως ουσ.) το μελιτζανί, το μελιτζανί χρώ μα.

[μελιτζάν(α) -ής· μελιτζάν(α) -ί 4]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες