Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μειονέκτημα
1 εγγραφή
μειονέκτημα το [mionéktima] Ο49 : κάθε στοιχείο, ιδίως ελάττωμα, ατέλεια ή έλλειψη, που κάνει κπ. ή κτ. να βρίσκεται σε χειρότερη κατάσταση ή κατώτερη θέση σε σύγκριση με κπ. ή κτ. άλλο. ANT πλεονέκτημα: Σπίτι με πολλά μειονεκτήματα. Tο αυτοκίνητο αυτό είναι καλό, έχει όμως το ~ ότι σπανίζουν τα ανταλλακτικά του. Kύριο / σοβαρό / ασήμαντο ~. Είναι ~ να μένεις μακριά από τη δουλειά σου.

[λόγ. < ελνστ. μειονέκτημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες