Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεθώ
1 εγγραφή
μεθώ [meθó] & -άω Ρ10.1α αόρ. μέθυσα, απαρέμφ. μεθύσει, μππ. μεθυσμέ νος* : 1α. κάνω κπ. να περιέλθει σε κατάσταση μέθης δίνοντάς του να πιει οινοπνευματώδη ποτά: Δραπέτευσε, αφού πρώτα μέθυσε το φρουρό. Tον μέθυσε το δυνατό κρασί. β. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης επειδή έχω καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά: Ήπιε πολύ κρασί / ούζο και μέθυσε. 2. πίνω συχνά και περιέρχομαι σε κατάσταση μέθης: Δεν του έφταναν τα χαρτιά· μεθάει κιόλας. 3. (μτφ.) α. κάνω κπ. να περιέλθει σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού: Tον μέθυσε η ομορφιά της. Tον μέθυσαν τα πλούτη / η δόξα. β. βρίσκομαι σε συναισθηματική κατάσταση έντονου ενθουσιασμού, ευφορίας: ~ από χαρά / από ενθουσιασμό. / από την επιτυχία.

[μσν. μεθώ < αρχ. μεθ(ύω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. μεθυσ- κατά το σχ.: γελασ- (γέλασα) - γελώ, μιλησ- (μίλησα) - μιλώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες