Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μεγαλόφωνος -η -ο [meγalófonos] Ε5 : που γίνεται με δυνατή φωνή: Mεγαλόφωνη ανάγνωση.
μεγαλόφωνα & μεγαλοφώνως ΕΠIΡΡ με δυνατή φωνή: Mιλάει / διαβάζει κάποιος ~. [λόγ. < αρχ. μεγαλόφωνος· λόγ. < ελνστ. μεγαλοφώνως]