Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μεγαλειώδης -ης -ες [meγalióδis] Ε11 : που, έχοντας στοιχεία μεγαλείου, προκαλεί εντύπωση ή θαυμασμό: ~ νίκη / παρέλαση. ~ λαϊκή συγκέντρωση και πορεία διαμαρτυρίας. Mεγαλειώδες θέαμα.
[λόγ. μεγαλεί(ον) -ώδης μτφρδ. γαλλ. grandiose]



