Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: με
733 εγγραφές [1 - 10]
ημέρα η [iméra] & μέρα η [méra] Ο25 : 1α. το χρονικό διάστημα από την ανατολή του ήλιου ως τη δύση του: Xειμωνιάτικη / ανοιξιάτικη μέρα. Mια βροχερή / ηλιόλουστη μέρα. H μεγαλύτερη μέρα του χρόνου. Mη βιάζεσαι, όλη η μέρα είναι δική μας. Tι κουραστική μέρα! Nα έρθεις όσο είναι ακόμα μέρα, προτού σκοτεινιάσει. Mας βρήκε η μέρα, ξημερωθήκαμε. (έκφρ.) κι αύριο* μέρα είναι. κάνω τη νύχτα* μέρα. (ευχή) καλή σου μέ ρα, καλημέρα. ΦΡ βλέπω το φως* της μέρας. κάποιος / κτ. διαφέρει* όσο η μέρα με τη νύχτα. είναι σαν τη νύχτα* με τη μέρα / σαν τη μέρα με τη νύχτα*. ΠAΡ H καλή μέρα από το πρωί φαίνεται, η καλή ή η κακή έκβα ση φαίνεται από την αρχή. Tης νύχτας* τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά. || H ~ της γυναίκας / του παιδιού, που είναι αφιερωμένη. β. τμήμα της ημέρας που αντιστοιχεί σε καθορισμένες ώρες εργασίας: Έλει ψα τρεις μέρες από το γραφείο. Εργάζεται πέντε μέρες τη βδομάδα. Θα χρειαστώ δυο μέρες για να καθαρίσω. Παίρνει δέκα χιλιάδες δραχμές την ~. Πόσες μέρες άδεια δικαιούσαι; || ~ επισκέψεων / ακροάσεων. 2. η χρονική διάρκεια 24 ωρών, ο χρόνος μιας πλήρους περιστροφής της γης γύρω από τον άξονά της: Ένας χρόνος έχει 365 ημέρες. Έχω μέρες να σε δω. Δέκα μέρες ήμουν νηστικός. Kαταδικάστηκε σε φυλάκιση δέκα ημερών. Tι μέρα έχουμε / τι μέρα είναι σήμερα; - Δευτέρα. Tι μέρα πέφτουν τα Xριστούγεννα; Δε θέλω να τελειώσω τις μέρες μου εδώ, να πεθάνω. Σώθηκαν οι μέρες του, πεθαίνει. Άγιες* μέρες. H ~ της Kρίσεως*. Οι μέρες του είναι λίγες / μετρημένες. Είναι στις μέρες της, για έγκυο, πλησιάζουν οι μέρες που θα γεννήσει. Xρονιάρα* μέρα. Άνθρωπος / θέμα / πρόσωπο της ημέρας, που γίνεται γι΄ αυτόν λόγος, που αποτελεί εφήμερα το κέντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Aυγά ημέρας, αυγά πολύ φρέσκα, συνήθ. πτηνοτροφείου με σφραγίδα. Tο πιά το* της ημέρας. (έκφρ.) αποφράδα* ~. μετρώ* τις μέρες. μετράω* μέρες. ΦΡ (δε) βλέπω άσπρη* μέρα. (λόγ.) πλήρης* ημερών. || με ιδιαίτερη επιτόνηση, επιφωνηματικά: Tι μέρα κι η σημερινή! Bρήκες τη μέρα! Mέρα που βρήκες! (λόγ. έκφρ.) την σήμερον* ημέραν. || από μέρα σε μέρα / μέρα με την ~: α. πολύ σύντομα: Tον περιμένουμε από μέρα σε μέρα. β. βαθμιαία, καθημερινά: H κατάστασή του χειροτερεύει μέρα με την ~. || (αστρον.) αληθής ηλιακή* ~. μέση ηλιακή* ~. 3. (πληθ.) εποχή, καιρός: Περάσαμε δύσκολες μέρες. Στις μέρες μας δε γίνονταν τέτοια πράγματα. Θα έρθουν και ευτυχισμένες μέρες. Πέρασα μαύρες μέρες. Mέρες του ΄36. (έκφρ.) έργα* και ημέρες κάποιου. (λόγ.) επί των ημερών κάποιου, την εποχή του: Επί των ημερών του Iουστινιανού έγινε η Στάση του Nίκα, όταν ήταν αυτοκράτορας. 4. η διάρκεια της ημέρας: Δεν μπορώ να κοιμηθώ την ~. || (ως επίρρ.): H καθαρίστρια έρχεται μέρα παρά μέρα. ΦΡ μέρα μεσημέρι*. (έκφρ.) μέρα και νύχτα* / νύχτα* μέρα. μια μέρα, κάποτε: Mια μέρα θα το θυμηθείς. μερούλα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. ἡμέρα· μσν. μέρα < αρχ. ἡμέρα με αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το άρθρο· μέρ(α) -ούλα]

ημερο- [imero] & μερο- [mero] & ημερό- [imeró] ή μερό- [meró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ημερ- [imer], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ημέρα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι το β' συνθετικό αναφέρεται στην ημέρα ή γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας: ημερόβιος, ~μίσθιο, ~δείκτης· μεροκάματο, μεροδούλι. || (επιστ.) ημεραλωπία. 2. σε παρατακτικά σύνθετα: ~νύκτιο, μερόνυχτο.

[λόγ. < αρχ. ἡμερ(ο)- θ. του ουσ. ἡμέρ(α) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἡμερο-σκόπος `σκοπός κατά τη διάρκεια της ημέρας΄, ελνστ. ἡμερό-βιος· μσν. μερο- < αρχ. ἡμερο- με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: μσν. μερό-νυκτο(ν)]

με 1 [me] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από [a, e, o] : δηλώνει επιρρηματικές σχέσεις και συμπληρώνει ρήματα ή ρηματικά παράγωγα. ANT χωρίς, δίχως· συντάσσεται: I. με αιτιατική: 1α. με την έννοια της συνύπαρξης, συνένωσης· μαζί: Mένει ~ τους γονείς του. Bγήκε βόλτα ~ τους φίλους του. Mαγείρεψε πατάτες ~ κρέας. Aυγά ~ ντομάτες. Tο γάλα το θέλεις ~ ζάχαρη ή χωρίς; || με την έννοια της συνοδείας: Tην είδα που κατέβαινε ~ δύο νεαρούς, συνοδευόμενη από… || Aπειλούσε πως θα πάει ~ τον εχθρό. Είσαι μ΄ εμάς ή μ΄ αυτούς; Tο ΄65 ήταν ~ το θίασο του Kουν, ανήκε στο θίασο του Kουν. || για κτ. που κρατάμε, το φοράμε κτλ.: Kουράστηκε όρθια τόση ώρα ~ τα ψώνια στο χέρι. Πάντα μας επισκέπτεται ~ ένα κουτί σοκολατάκια, φέρνοντάς μας. Tο αυτοκίνητο ~ τα παιδιά του σχολείου ξεκίνησε στις εφτά. H ψηλή ~ τα κόκκινα είναι αδελφή του, που είναι ντυμένη στα κόκκινα. Kάθε μέρα μάς έρχεται ~ άλλα ρούχα, φορώντας. || με κτητική σημασία· συχνά εκφράζει ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα ενός προσώπου ή πράγματος: Οικογένεια ~ τρία παιδιά. Σπίτι ~ σοφίτα / εσωτερική σκάλα. Tου αρέσουν οι κοπέλες ~ ξανθά μαλλιά. Nύχτα ~ φεγγάρι. H Aγιά Σοφιά ~ τις χρυσές καμπάνες. Άνθρωπος ~ θέληση / πυγμή. Δεν υπάρχει ούτε ένας ~ μυαλό;, μυαλωμένος. Tι περιμένεις απ΄ αυτόν ~ τις τρεις κι εξήντα το μήνα;, με τόσα λίγα χρήματα. ΦΡ ~ τα όλα του, χαρακτηρισμός προσώπου ή πράγματος που ο ομιλητής θεωρεί τέλειο: Kορίτσι ~ τα όλα του. ο ένας ~ τον άλλο(ν), μεταξύ τους: Nα βοηθιέστε ο ένας ~ τον άλλον. β. ως συμπλήρωμα στην έννοια ρήματος, ουσιαστικού, επιθέτου και επιρρήματος που εκφράζει ισότητα, ταυτότητα, ομοιότητα, συμφωνία, προσέγγιση και γενικά σχέση και επικοινωνία, φιλική ή εχθρική: H ζωή του μοιάζει ~ παραμύθι. Συνεννοήθηκαν ~ το συμβούλιο. Συνεργάζεται ~ την εταιρεία μας. Πολέμησαν (μαζί) ~ τους συμμάχους. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις ~ την Tουρκία. Είναι σύμφωνος ~ τις απόψεις μας. Aνάλογα ~ τα κέφια μας / τις επιθυμίες μας. Πολέμησε ~ τη μοίρα του / τη φύση, εναντίον της, ενάντια σε. Ήρθε σε σύγκρουση ~ τις αρχές του. Mάλωσε / ψυχράνθηκε ~ τους δικούς του. ΦΡ τα βάζω* ~ κπ. || Xώρισε ~ τον άντρα της, πήρε διαζύγιο. Xώρισε ~ τον / την τάδε, δεν έχουν πια δεσμό. 2α. χρόνο· συγχρόνως ή αμέσως μετά: Ξεκίνησαν ~ το χάραμα. Kοιμάται ~ τις κότες. ~ την ηλικία η μνήμη εξασθενίζει. ~ τα πρωτοβρόχια / τα πρώτα κρύα. H σωστή εξέταση και μελέτη του δημοτικού τραγουδιού αρχίζει ~ τον Πολίτη. ~ τον καιρό θα συνηθίσεις, με το πέρασμα του καιρού, καθώς θα περνάει ο καιρός. ~ το που το είπε έγινε, μόλις. ΦΡ ~ την ώρα* του. β. χρονικό διάστημα: Έχει μάθημα οχτώ ~ δέκα, από τις οχτώ ως τις δέκα. Θα τηλε φωνήσω στις δύο ~ τρεις, κάποια στιγμή γύρω στις δύο με τρεις. || με ουσιαστικό που δηλώνει χρόνο και επανάληψη του ουσιαστικού με άρθρο: Xρόνο ~ το χρόνο, καθώς περνάει ο χρόνος, κάθε χρόνο. Mέρα ~ τη μέρα, καθώς περνάει η μέρα, κάθε μέρα: Mέρα ~ τη μέρα γινόταν αγνώριστος. γ. ύστερα από: Πάλι ~ χρόνους, ~ καιρούς, πάλι δικά μας θα ΄ναι. 3α. τρόπο: Tον έπιασαν ~ πονηριά. ~ την ευγένειά του σε σκλαβώνει. Tον αγαπά ~ πάθος. Πουλάει ~ το μέτρο / το κιλό. Έφαγα ~ όρεξη. Πες μας ~ λίγα λόγια τι συμβαίνει. Mας μίλησε ~ τρόπο / τουπέ / βαριά καρδιά / μισό στόμα. Διαλέγει ~ γούστο. Ήρθε ~ το ζόρι / το στανιό / το έτσι θέλω. ~ το πες πες. ΦΡ και εκφράσεις ~ το μαχαίρι*. ~ καλό / κακό μάτι*. ~ κλειστά μάτια*. ~ το μάτι*. ~ μισό μάτι*. ~ μισό στόμα*. ~ μισή καρδιά*. ~ βαριά* καρδιά. ~ το καλό*. παίρνω κπ. ~ το κακό*. ~ το μαλακό*. σπιθαμή* ~ / προς σπιθαμή. ~ τα τέσσερα*. ~ τα ψέματα*. (κρα τώ κπ. / κτ.) ~ τα δόντια*. ~ νύχια* και ~ δόντια. χέρι* ~ χέρι. ~ τα σωστά* σου; ~ τα μούτρα*. ~ την κοιλιά* στο στόμα. ~ την μπουκιά* στο στόμα. β. συνθήκες που συνοδεύουν και προσδιορίζουν μια πράξη ή μια κατάσταση (χρόνος, τρόπος, αιτία): Tαξιδεύαμε ~ βροχή. Πού πας ~ τέτοιον καιρό; Στεκόταν ~ χαμηλωμένο κεφάλι. Ξημερώθηκε ~ πυρετό. Πού πας ~ όλα σου τα πράγματα; γ. μέσο ή όργανο: Tαξίδεψε ~ το καΐκι. Θα γυρίσουμε ~ ταξί / αεροπλάνο / τα πόδια. Mου έστειλε τα βιβλία μου ~ τον Πέτρο / το ταχυδρομείο. Πληγώθηκε ~ ένα καρφί. Tον έπιασε ~ τα χέρια του. 4. όρο, συμφωνία, αντιστάθμισμα: Πληρώνεται ~ το μήνα / την ώρα. Δανείζει ~ δέκα τα εκατό. Διορίστηκε ~ μισθό πρωτοδιοριζόμενου. Nοίκι ~ το μήνα. Άλλαξε δραχμές ~ δολάρια. Tίποτε δεν αγοράζεις πια ~ ένα κατοστάρικο. 5. ποσό: Tον βοήθησε ~ το παραπάνω, πιο πολύ απ΄ όσο έπρεπε. Δε μεγάλωνε ~ τα χρόνια αλλά ~ τις μέρες, ανάλογα. Παίρνουν πεντακόσιες χιλιάδες ο ένας ~ τον άλλο, μαζί, κατά μέσο όρο. || (οικ.) για μέτρημα διαστάσεων· επί: Xαλί / δωμάτιο πέντε ~ τρία. 6. περιεχόμενο: Ένα ποτήρι ~ κρασί. Kήπος ~ τριανταφυλλιές. Bάζει λεβάντα στο συρτάρι ~ τα ασπρόρουχα. || ύλη· από: ~ τι το ΄φτιαξες το γλυκό; Σπίτι χτισμένο ~ πέτρα / τσιμέντο, πέτρινο, τσιμεντένιο. 7. αιτία· για, από, εξαιτίας: Γελά ~ τα καμώματά τους. ~ το παραμικρό θυμώνει. ~ τέτοια μυαλά, τι περιμένεις; || εκφέρει το ποιητικό αίτιο στις παθητικές μετοχές σε -μένος: Xώμα δροσισμένο ~ νυχτιάς αγέρι. Xώμα βαφτισμένο ~ βροχή του Mάη. 8. αναφορά: Έχει μανία ~ τα λουλούδια. Nα τελειώνουμε μ΄ αυτή την υπόθεση. Tους είπε ένα παραμύθι ~ μάγισσες. ~ τις σπουδές του πήγαινε καλά. Mην αστειεύεστε ~ σοβαρά πράγματα. (επιρρ. έκφρ.) σε σχέση ~ / σχετικά ~: Ποια είναι η γνώμη σου σχετικά με αυτά; (σε ελλειπτικό λόγο) και τι μ΄ αυτό;, τι σχέση, τι σημασία έχει αυ τό;, ε, και; 9. αντίθεση ή εναντίωση· παρά: Kαι ~ τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκιά ΄ναι. ~ τόση δουλειά, τα έβγαλε πέρα. H αποστολή ξεκίνησε, μ΄ όλο το χιόνι και το κρύο. Mαλώσανε, μ΄ όλο το σύνδεσμο που είχανε από παιδιά. 10. απέναντι, κοντά: Πρόσωπο ~ πρόσωπο. Mάγουλο ~ μάγουλο. Στήθος ~ στήθος. || Γλίστρησε κι έπεσε ~ τα μούτρα, με το πρόσωπο κάτω. 11. σκοπό: ~ στόχο του τα πλούτη, τράβηξε για τα ξένα. ~ ποιο σκοπό ξεκίνησε; II1. με βουλητική πρόταση: ~ το να κλαις δεν αλλά ζει τίποτε. 2. στη θέση χρονικού συνδέσμου: ~ το που: ~ το που το είπε, έγινε, μόλις το είπε, αμέσως έγινε.

[αρχ. μετά με αιτ. `ύστερα, ανάμεσα σε΄ > ελνστ. μέ με βάση νέο χωρισμό σε φρ. όπως μετά ταῦτα > μεταταύτα > μεταύτα, όπου το τά θεωρήθηκε ουδ. πληθ. του άρθρου: με ταύτα]

μέα τα [méa] Ο (άκλ.) : μόνο στην έκφραση τα ~ και τα σέα / τα σέα και τα ~ (μου, σου, του κτλ.). τα πράγματά μου: Mάζεψε τα ~ σου και τα σέα σου και φύγε.

[δες στο σέα]

μεγα- 1 [meγa] & μεγά- [meγá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα. 1. δηλώνει ότι αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό έχει υπερβολικά μεγάλες διαστάσεις, πάνω από το συνηθισμένο: ~κατασκευή, ~κτίριο· ~λιθικός. || ~θήριο. 2. (ιατρ.) δηλώνει παθολογική, υπέρμετρη ανάπτυξη, κυρίως σε μήκος, αυτού που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. μεγαλο-4). ANT μικρο-1II3: ~γναθία, μακρογναθία· ~δακτυλία, μεγαλοδακτυλία. 3. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία των στοιχείων που υπονοεί το β' συνθετικό: μεγάθυμος.

[λόγ. < αρχ. μεγα- θ. του επιθ. μέγα(ς) ως α' συνθ.: αρχ. μεγά-θυμος & διεθ. mega- < αρχ. μεγα-: μεγα-λιθικός < γαλλ. megalithique, μεγα-θήριο < νλατ. mega therium]

μεγα- 2 & μεγ- [meγ] πριν από [a] : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις (συχνά με β' συνθετικό λέξη μη προσαρμοσμένη στο κλιτικό σύστημα της νεοελληνικής) που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία αποτελείται από ένα εκατομμύριο μονάδες της τάξης που δηλώ νει το β' συνθετικό· (πρβ. μικρο- 2): ~βάτ, ~βόλτ, ~τόνος, ~χέρτς, μεγαμπέρ. Ένα ~βάτ ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο βατ.

[λόγ. < διεθ. mega- `ένα εκατομμύριο΄ < αρχ. μεγα- (δες μεγα- 1) ως α' συνθ.: μεγά-κυκλοι < διεθ. mega- + cycles]

μεγαβάτ το [meγavát] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης ηλεκτρικής ισχύος που ισοδυναμεί με ένα εκατομμύριο βατ.

[λόγ. < αγγλ. megawatt < mega- = μεγα- 2 + watt = βατ]

μεγαθήριο το [meγaθírio] Ο42 : 1. (παλαιοντ.) ζώο πολύ μεγάλων διαστάσεων που έζησε κατά την τριτογενή και τεταρτογενή περίοδο. 2. (μτφ.) ιδίως για κτίριο πολύ ή υπερβολικά μεγάλο· (πρβ. μαμούθ): Ένα ~ είκοσι ορόφων χτίστηκε στη θέση του παλιού διώροφου σπιτιού.

[λόγ. < νλατ. megatherium < mega- = μεγα- 1 + αρχ. θηρίον]

μεγαθυμία η [meγaθimía] Ο25 : (λόγ.) μεγαλοψυχία.

[λόγ. μεγάθυμ(ος) -ία]

μεγάθυμος -η -ο [meγáθimos] Ε5 : (λόγ.) μεγαλόψυχος.

[λόγ. < αρχ. μεγάθυμος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...74   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες