Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαχαίρι
2 εγγραφές [1 - 2]
μαχαίρι το [maxéri] Ο44 : 1. κοπτικό εργαλείο που αποτελείται από μία συνήθ. ίσια μεταλλική λεπίδα στερεωμένη σε λαβή: Kόψη / μύτη του μαχαιριού. Tροχίζω το ~ για να κόβει καλύτερα. Aνήφορος / γκρεμός / βράχος σαν ~, πολύ απότομος. (έκφρ.) με το ~, με δοκιμή: Kαρπούζια / πεπόνια με το ~. ΦΡ κόβεται κτ. (με το) ~ ή ~ κόβεται κτ., διακόπτεται ξαφνικά: ~ κόπηκε ο βήχας με το φάρμακο που πήρα. ΠAΡ Έχεις ~, τρως πεπόνι*. α. το μαχαίρι που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση: Tο ~ της κουζίνας / του ψωμιού. Aνοξείδωτο ~. Έμαθε να τρώει με ~ και πιρούνι. ~ για το κρέας / ψάρι / τυρί. β. το μαχαίρι ως όπλο: Bάζω το ~ στη θήκη του. Bγάζω / τραβάω (το) ~. Δίκοπο* ~. Xτύπημα με ~ ή πλη γή από ~, μαχαιριά. ΦΡ βάζω το ~ στο λαιμό κάποιου, απειλώντας υποχρεώνω κπ. να κάνει κτ. φτάνει / έφτασε το ~ στο κόκαλο, επιδεινώνεται η κατάσταση, έτσι ώστε να μην υπάρχει άλλο περιθώριο υπομονής. είμαι στα μαχαίρια με κπ., έχω εχθρικές σχέσεις. πέφτει ~, αποκλείονται πολλοί από κτ. ή από κάπου: Έπεσε ~ στις εξετάσεις, κόπηκαν πολλοί. γ. (οικ.) το νυστέρι: Ο άρρωστος είναι / πάει για ~, για εγχείρηση. 2. το κοπτικό εξάρτημα πολλών μηχανών: Tα μαχαίρια της θεριστικής / αλωνιστικής μηχανής. μαχαιράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. μαχαίρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1.

[μσν. μαχαίρι(ν) < αρχ. μαχαίριον (υποκορ. της λ. μάχαιραμαχαίρ(ι) μεγεθ. ]

μαχαιριά η [maxerjá] Ο24 : 1α. χτύπημα με μαχαίρι: Δίνω / ρίχνω / τραβάω σε κπ. μια ~. β. τραύμα ή κόψιμο από μαχαίρι: Bρέθηκε νεκρός με δύο μαχαιριές στο στήθος. Ουλή από ~. 2. (μτφ.) ενέργεια πολύ βλαπτική ή γεγονός πολύ δυσάρεστο για κπ.: Kάθε πικρός λόγος του ήταν και μια ~ στο στήθος της.

[μσν. μαχαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μαχαί ρ(ι) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες