Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαυρίζω
1 εγγραφή
μαυρίζω [mavrízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. γίνομαι μαύρος και ιδίως πιο σκούρος από ό,τι ήμουν πριν. ANT ασπρίζω: Mαυρίζουν τα δαμάσκηνα καθώς ωριμάζουν. Δέρμα που το χειμώνα είναι άσπρο ενώ την άνοιξη αρχίζει να μαυρίζει, γίνεται πιο σκούρα η επιδερμίδα από τον ήλιο. Kάθεται με τις ώρες στην αμμουδιά για να μαυρίσει. Mαύρισε το πρόσωπό του από θυμό. ΦΡ μαυρίζει το μάτι* μου για κτ. ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. μαυρίζει η ψυχή / η καρδιά κάποιου, για μεγάλη στενοχώρια. μου μαύρισε την καρδιά*. μαύρισε η καρδιά* μου. || κάνω κτ. ή κπ. μαύρο ή πιο σκούρο: Tον μαύρισε ο ήλιος. 2. λερώνω κτ. ή κπ. μαυρίζοντάς το(ν): Ο καπνός μαύρισε τους άσπρους τοίχους. || λερώνομαι, αποκτώ μαύρο χρώ μα: Mαύρισε ο λαιμός / ο άσπρος γιακάς του. Πρόσωπα μαυρισμένα από τον ιδρώτα και τη σκόνη. 3. για κτ. που φαίνεται μαύρο ή πιο σκούρο: Ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα και ο κάμπος από τις ακρίδες. Είδε κάτι να μαυρίζει στο σκοτάδι και νόμισε ότι ήταν αγρίμι. 4. (οικ.) δεν ψηφίζω κπ., τον καταψηφίζω: Πώς να βγει βουλευτής, αφού τον μαύρισε ακόμα και η γυναίκα του! Mαυρίστηκε στις εκλογές.

[μσν. μαυρίζω < μαύρ(ος) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες