Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ματαιώνω
1 item total
ματαιώνω [mateóno] -ομαι Ρ1 : 1. δεν πραγματοποιώ σχεδιασμένη ενέργεια: ~ το ταξίδι / την εκδρομή μου. H πτήση ματαιώθηκε. Mαταιώθηκαν οι εορταστικές εκδηλώσεις λόγω πένθους / κακοκαιρίας. H απεργία αναβλήθηκε, δε ματαιώθηκε. 2. εμποδίζω την πραγματοποίηση μιας ενέργειας: Οι αντάρτες με τη δράση τους προσπαθούν να ματαιώσουν τα κυβερνητικά σχέδια.

[λόγ. < αρχ. μαται(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. rendre vain]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go