Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ματαιοδοξία
1 item total
ματαιοδοξία η [mateoδoksía] Ο25 : η ιδιότητα του ματαιόδοξου· κενοδοξία: Aγοράζει ακριβά πράγματα όχι επειδή τα χρειάζεται, αλλά για να ικανοποιήσει τη ~ του. Kολακεύω τη ~ κάποιου. || (συνήθ. πληθ.) η αντίστοιχη συμπεριφορά.

[λόγ. ματαιόδοξ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. vaine gloire ή ιταλ. vanagloria < μσνλατ. vanagloria μτφρδ. του ελνστ. κενόδοξία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go