Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαστιγώνω
1 item total
μαστιγώνω [mastiγóno] -ομαι Ρ1 : 1. χτυπώ πολλές φορές κπ. με μαστίγιο ή με άλλο σχετικό αντικείμενο: Οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να μαστιγώνουν τους καταδίκους πριν τους εκτελέσουν. Έβγαλε τη ζώνη του κι άρχισε να μαστιγώνει το παιδί. 2α. χτυπώ συνεχώς και με δύναμη κπ. ή κτ.: Ο δυνατός άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπό μου. β. (μτφ.) κατηγορώ ή κριτικάρω έντονα κπ. ή κτ.: Πολιτικός / συγγραφέας / βιβλίο που μαστιγώνει τις κοινωνικές αδικίες. Mαστιγώνει με τα λόγια του.

[λόγ. < αρχ. μαστιγ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go