Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μασούρι
1 εγγραφή
μασούρι το [masúri] Ο44 : 1. ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο. 2α. για αντικείμενα ή προϊόντα τοποθετημένα ή συσκευασμένα σε σχήμα που μοιάζει με μασούρι: Ένα ~ (από) κανέλα / δυναμίτη / δίφραγκα / λίρες. β. (λαϊκ.) μάτσο ιδίως από χαρτονομίσματα. ΦΡ τα κάνει μασούρια, για άνθρωπο τσιγκούνη που αποταμιεύει χρήματα. μασουράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό μασούρι. 2. μικρό μασούρι με κλωστή για ράψιμο.

[μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες