Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μαρσάρω [marsáro] -ομαι Ρ6 : α. πατάω πολύ το γκάζι του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας, έχοντας βάλει συνήθ. μικρή ταχύτητα: Nεαροί που μαρσάρουν με τις μηχανές τους. β. προκαλώ έντονο θόρυβο πατώντας πολύ το γκάζι του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας.
[γαλλ. march(er) -άρω]



