Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαρσάρω
1 item total
μαρσάρω [marsáro] -ομαι Ρ6 : α. πατάω πολύ το γκάζι του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας, έχοντας βάλει συνήθ. μικρή ταχύτητα: Nεαροί που μαρσάρουν με τις μηχανές τους. β. προκαλώ έντονο θόρυβο πατώντας πολύ το γκάζι του αυτοκινήτου ή της μοτοσικλέτας.

[γαλλ. march(er) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go