Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μαραθωνοδρόμος ο [maraθonoδrómos] Ο18 : α. αθλητής που παίρνει μέρος σε μαραθώνιο δρόμο. β. αυτός που συμμετέχει σε μαραθώνια πορεία.
[λόγ. μαραθών(ιος) -ο- + -δρόμος]



