Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαραθωνοδρόμος
1 item total
μαραθωνοδρόμος ο [maraθonoδrómos] Ο18 : α. αθλητής που παίρνει μέρος σε μαραθώνιο δρόμο. β. αυτός που συμμετέχει σε μαραθώνια πορεία.

[λόγ. μαραθών(ιος) -ο- + -δρόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go