Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαξιλαροθήκη
1 item total
μαξιλαροθήκη η [maksilaroθíki] Ο30 : υφασμάτινη θήκη για μαξιλάρι ιδίως του ύπνου: Kεντημένη ~. Aλλάζω / πλένω / σιδερώνω τις μαξιλαροθήκες.

[λόγ. μαξιλάρ(ι) -ο- + -θήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go