Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαντείο
1 item total
μαντείο το [mandío] Ο39 : ιερό αρχαίας θρησκείας στο οποίο οι μάντεις ερμήνευαν τη θέληση των θεών ή προέβλεπαν το μέλλον: Tο ~ των Δελφών / της Δωδώνης.

[λόγ. < αρχ. μαντεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go