Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μανσέτα
1 item total
μανσέτα η [manséta] Ο25 : πρόσθετο κομμάτι από ύφασμα στην άκρη του μανικιού· μανικέτι1: Mανσέτες δαντελένιες / στολισμένες με ρέλι. Aλλάζει τις τριμμένες μανσέτες του πουκαμίσου.

[λόγ. < γαλλ. manchett(e) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go