Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μανάβισσα
1 item total
μανάβης ο [manávis] Ο11 θηλ. μανάβισσα [manávisa] Ο27α : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την πώληση, ιδίως τη λιανική, φρούτων και λαχανικών: Ο ~ της γειτονιάς. Πλανόδιος ~.

[τουρκ. manav -ης· μανά β(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go