Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαλακώνω
1 item total
μαλακώνω [malakóno] Ρ1α μππ. μαλακωμένος : ANT σκληραίνω. 1. κά νω κτ. μαλακό έτσι ώστε: α. να μαλάζεται, να λυγίζει ή να σπάζει εύκο λα: ~ το ξερό ψωμί βουτώντας το στο γάλα. || γίνομαι μαλακός: Tο χταπόδι θέλει χτύπημα για να μαλακώσει. Tο κερί μαλακώνει από τη ζέστη. β. να γίνει λείο, απαλό ή τρυφερό: Kρέμα που μαλακώνει το δέρμα. || γίνο μαι λείος, απαλός ή τρυφερός: Mαλάκωσαν τα χέρια του, γιατί έπαψε να κάνει χειρωνακτικές εργασίες. 2. (μτφ.) α. κάνω κπ. ή κτ. λιγότερο έντονο και επομένως λιγότερο δυσάρεστο: ~ τον πόνο / το θυμό / το βή χα. Λόγια παρηγοριάς που μαλακώνουν τη θλίψη. || γίνομαι λιγότερο έντονος και επομένως λιγότερο δυσάρεστος: Mαλακώνει ο καιρός / ο χειμώνας, γίνεται ήπιος. Mαλακώνει ο πόνος, υποχωρεί. || Mαλακώνει ο λαιμός, δεν πονάει. β. κάνω κπ. ήπιο, πράο και όχι βίαιο ή απότομο: Tα δάκρυά της τον μαλάκωσαν. || γίνομαι ήπιος, πράος: Tώρα που μαλάκωσε το αφεντικό, μπορείς να του ζητήσεις ό,τι θέλεις. H καρδιά του μαλάκωσε από οίκτο.

[μσν. μαλακώνω < ελνστ. μαλακ(ῶ) -ώνω `μαλάσσω, μαλακώνω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go