Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαλάκιο
1 item total
μαλάκιο το [malákio] Ο40 : 1. (πληθ.) συνομοταξία ζώων που το σώμα τους δεν έχει σκελετό και αρθρώσεις ενώ συνήθ. καλύπτεται με όστρακο: Πολλαπλασιασμός / εξέλιξη των μαλακίων. 2. κάθε ζώο που ανήκει στα μαλάκια: Mύδια, σαλιγκάρια, σουπιές κι άλλα μαλάκια.

[λόγ. εν. < αρχ. πληθ. μαλάκια τά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go