Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μακροοικονομικός
1 item total
μακροοικονομικός -ή -ό [makroikonomikós] Ε1 : (οικον.) που αφορά την οικονομία μιας χώρας, περιοχής κτλ. ως σύνολο. ANT μικροοικονομικός: Mακροοικονομική ανάλυση. || (ως ουσ.) η μακροοικονομική, η μακροοικονομία.

[λόγ. < γαλλ. macroéconomique < macroéconom(ie) = μακροοικονομ(ία) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go