Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθημένος
1 εγγραφή
μαθημένος -η -ο [maθiménos] Ε3 : (για πρόσ.) 1. που έχει μάθει κτ.: Kανείς δε γεννήθηκε ~. 2. που έχει συνηθίσει σε κτ.: Δεν είναι ~ σ΄ αυτό τον τρόπο ζωής. ΦΡ μαθημένα τα βουνά απ΄ τα χιόνια*.

[θ. μαθη- του αρχ. ρ. μανθάνω (δες στο μαθαίνω) -μένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες