Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαθεύομαι [maθévome] Ρ5.1β (χωρίς μππ.) : (για είδηση, πληροφορία κτλ.) γίνομαι γνωστός, διαδίδομαι: Tο νέο μαθεύτηκε στο χωριό και προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση. || (απρόσ., στον αόρ.): Mαθεύτηκε ότι θα βάλει κι αυτός υποψηφιότητα.
[μαθεύτηκε < συνοπτ. θ. μαθ- του μαθαίνω αναλ. προς το λαθεύτηκε, γ' πρόσ. παθ. αορ. του λαθεύω]